- πανυπέρτατος
- παν - υπέρτατος: quite the highest, i. e. above or farther off than the rest, Od. 9.25†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πανυπέρτατος — highest of all masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανυπέρτατος — άτη, ον, Α 1. ο ανώτατος όλων («μεγέθει πανυπέρτατος», Αριστοτ.) 2. αυτός που βρίσκεται στο έσχατο σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὑπέρτατος] … Dictionary of Greek
πανυπέρτατον — πανυπέρτατος highest of all masc acc sg πανυπέρτατος highest of all neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανυπερτάτη — πανυπέρτατος highest of all fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανυπερτάτην — πανυπέρτατος highest of all fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανυπερτάτου — πανυπέρτατος highest of all masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανυπέρτατα — πανυπέρτατος highest of all neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανυπέρταται — πανυπέρτατος highest of all fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανυπέρτατε — πανυπέρτατος highest of all masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανυπέρτατοι — πανυπέρτατος highest of all masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανυπέρτατ' — πανυπέρτατα , πανυπέρτατος highest of all neut nom/voc/acc pl πανυπέρτατε , πανυπέρτατος highest of all masc voc sg πανυπέρταται , πανυπέρτατος highest of all fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)